ἐξαργυρώσαντα

ἐξαργυρώσαντα
ἐξαργυρόω
turn into money
aor part act neut nom/voc/acc pl
ἐξαργυρόω
turn into money
aor part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαργυρώνω — (Α ἐξαργυρώ( όω) νεοελλ. ρευστοποιώ, εκποιώ, καταβάλλω ή παίρνω σε χρήμα την αξία συναλλαγματικής, επιταγής, λαχείου που κέρδισε κ.λπ. αρχ. μετατρέπω σε χρήμα, πουλώ («ἔδοξέ μοι τά ἡμίσεα πάσης τῆς ούσίης έξαργυρώσαντα», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”